- θλίψη
- η1. λύπη, στενοχώρια: Έχω μεγάλη θλίψη. – Νιώθω θλίψη.2. πένθος: Έχουν θλίψη για το θάνατο του γιου τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek
θλίψη — θλί̱ψη , θλῖψις pressure fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίψῃ — θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj mid 2nd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze aor subj act 3rd sg θλί̱ψῃ , θλίβω squeeze fut ind mid 2nd sg θλί̱ψηι , θλῖψις pressure fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre … Wikipedia
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek